χολώνω

χολώνω
χολῶ, -όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α
1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον
2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, -όομαι
εξοργίζομαι, θυμώνω
αρχ.
μεταβάλλομαι σε χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τον τ. χολωτός και τους ρηματ. τ.: χολωθείς, χολώσασθαι, χολώσομαι, κεχόλωμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χολώνω — χολώνω, χόλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χολώνω — χόλωσα, χολώθηκα, χολωμένος, κάνω κάποιον να θυμώσει, τον χολιάζω: Μην τον χολώνεις το διευθυντή σου, γιατί θα σου κάνει κακή έκθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχόλωτος — ον, Α εξαιρετικά μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι + χολωτός «οργισμένος» (< χολῶ «χολώνω, θυμώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω …   Dictionary of Greek

  • χολώομαι — Α (μτγν. μέσ. τ.) βλ. χολώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”